ΑΠΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΤΡΟΦΕΣ
Η τροφική αλλεργία είναι πολύ συχνή και αφορά το 8% των παιδιών στο γενικό πληθυσμό, ενώ φαίνεται ότι η συχνότητα έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία 15- 20 χρόνια. Σε σχέση με την αντιμετώπιση της η προς το παρόν εγκεκριμένη θεραπεία είναι η αποφυγή των αλλεργιογόνων των τροφών και η χορήγηση φαρμάκων που ενδείκνυνται για την επείγουσα αντιμετώπιση των συμπτωμάτων αυτής σε περίπτωση τυχαίας έκθεσης. Αν και πολλά παιδιά αναπτύσσουν φυσική ανοχή με την πάροδο του χρόνου σε κάποιους ασθενείς υπάρχει τάση παραμονής της αλλεργίας στην εφηβεία και την ενηλικίωση, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις αλλεργίας σε ξηρούς καρπούς (φιστίκι, φουντούκι, αμύγδαλο, καρύδι). Η επιμονή της τροφικής αλλεργίας αφορά και ένα σημαντικό αριθμό ασθενών με αλλεργία στο γάλα και το αυγό.
Η τροφική αλλεργία έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των ασθενών και μπορεί να οδηγήσει σε διαιτητικές ανεπάρκειες, ενώ ακόμη και με σχολαστική αποφυγή των αλλεργιογόνων των τροφών είναι συχνές οι απειλητικές για τη ζωή αντιδράσεις. Με δεδομένη τη συχνότητα της τροφικής αλλεργίας στους παιδιατρικούς ασθενείς και της νοσηρότητας που προκαλεί είναι ιδιαίτερα επιθυμητή η ανάπτυξη ασφαλών και αποτελεσματικών θεραπειών.
Η από του στόματος ανοσοθεραπεία βασίζεται στην παροχή αυξανόμενων δόσεων των αλλεργιογόνων των τροφών με στόχο την ανάπτυξη απευαισθητοποίησης και τελικά ανοχής. Τα διάφορα πρωτόκολλα χορήγησης διεθνώς διαφέρουν σημαντικά και συνήθως διεξάγονται υπό ιατρική παρακολούθηση όπου μετά την αρχική δόση που θα γίνει ανεκτή ακολουθεί σταδιακή αύξηση των δόσεων κάθε 1-2 εβδομάδες με παρακολούθηση από τον ιατρό και εν συνεχεία με ημερήσιες δόσεις στο σπίτι έως ότου επιτευχθεί η επιθυμητή δόση συντήρησης. Η απευαισθητοποίηση γενικά ολοκληρώνεται με τη χορήγηση της δόσης συντήρησης που διαρκεί 12- 24 μήνες. Παρόλο που οι μεμονωμένες απαντήσεις διαφέρουν σε κάθε ασθενή, η από του στόματος απευαισθητοποίηση προκαλεί σημαντική ανοχή κατά την έκθεση στην τροφή στους ασθενείς που ανέχονται τη θεραπεία.
Η τροφική αλλεργία είναι πολύ συχνή και αφορά το 8% των παιδιών στο γενικό πληθυσμό, ενώ φαίνεται ότι η συχνότητα έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία 15- 20 χρόνια. Σε σχέση με την αντιμετώπιση της η προς το παρόν εγκεκριμένη θεραπεία είναι η αποφυγή των αλλεργιογόνων των τροφών και η χορήγηση φαρμάκων που ενδείκνυνται για την επείγουσα αντιμετώπιση των συμπτωμάτων αυτής σε περίπτωση τυχαίας έκθεσης. Αν και πολλά παιδιά αναπτύσσουν φυσική ανοχή με την πάροδο του χρόνου σε κάποιους ασθενείς υπάρχει τάση παραμονής της αλλεργίας στην εφηβεία και την ενηλικίωση, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις αλλεργίας σε ξηρούς καρπούς (φιστίκι, φουντούκι, αμύγδαλο, καρύδι). Η επιμονή της τροφικής αλλεργίας αφορά και ένα σημαντικό αριθμό ασθενών με αλλεργία στο γάλα και το αυγό.
Η τροφική αλλεργία έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των ασθενών και μπορεί να οδηγήσει σε διαιτητικές ανεπάρκειες, ενώ ακόμη και με σχολαστική αποφυγή των αλλεργιογόνων των τροφών είναι συχνές οι απειλητικές για τη ζωή αντιδράσεις. Με δεδομένη τη συχνότητα της τροφικής αλλεργίας στους παιδιατρικούς ασθενείς και της νοσηρότητας που προκαλεί είναι ιδιαίτερα επιθυμητή η ανάπτυξη ασφαλών και αποτελεσματικών θεραπειών.
Η από του στόματος ανοσοθεραπεία βασίζεται στην παροχή αυξανόμενων δόσεων των αλλεργιογόνων των τροφών με στόχο την ανάπτυξη απευαισθητοποίησης και τελικά ανοχής. Τα διάφορα πρωτόκολλα χορήγησης διεθνώς διαφέρουν σημαντικά και συνήθως διεξάγονται υπό ιατρική παρακολούθηση όπου μετά την αρχική δόση που θα γίνει ανεκτή ακολουθεί σταδιακή αύξηση των δόσεων κάθε 1-2 εβδομάδες με παρακολούθηση από τον ιατρό και εν συνεχεία με ημερήσιες δόσεις στο σπίτι έως ότου επιτευχθεί η επιθυμητή δόση συντήρησης. Η απευαισθητοποίηση γενικά ολοκληρώνεται με τη χορήγηση της δόσης συντήρησης που διαρκεί 12- 24 μήνες. Παρόλο που οι μεμονωμένες απαντήσεις διαφέρουν σε κάθε ασθενή, η από του στόματος απευαισθητοποίηση προκαλεί σημαντική ανοχή κατά την έκθεση στην τροφή στους ασθενείς που ανέχονται τη θεραπεία.