ΚΝΙΔΩΣΗ
Εξάνθημα του δέρματος που χαρακτηρίζεται από ερυθηματώδεις περιεγραμμένες περιοχές με συνοδό αίσθημα κνησμού ή περιστασιακά αίσθημα καύσου ή πόνου. Πρόκειται για συχνή διαταραχή, δεδομένου ότι το 15-25% του γενικού πληθυσμού κατά τη διάρκεια της ζωής του έχει αναπτύξει τουλάχιστον ένα επεισόδιο οξείας κνίδωσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις η κνίδωση συνοδεύεται από αγγειοοίδημα. Περίπου οι μισοί ασθενείς οι οποίοι έχουν κνίδωση έχουν και αγγειοοίδημα.
Γνωστά αίτια οξείας κνίδωσης αποτελούν οι τροφές, τα φάρμακα, δήγματα εντόμων, λοιμώξεις, μεταγγίσεις αίματος ή προϊόντων αίματος και η χορήγηση ανοσοσφαιρινών, ενώ οι περιπτώσεις χρόνιας κνίδωσης είναι σε ποσοστό 75-90% ιδιοπαθείς. Γνωστά αίτια χρόνιας κνίδωσης αποτελούν η έκθεση σε φυσικά αίτια, όπως ψύχος, ηλιακή ακτινοβολία, πίεση, δόνηση, υποκείμενα ενδοκρινολογικά, ρευματολογικά και νεοπλασματικά νοσήματα, το κληρονομικό και επίκτητο αγγειοοίδημα, καθώς και φάρμακα, όπως αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης.
Βασικός κανόνας στην αντιμετώπιση είναι η πρόληψη που περιλαμβάνει την αποφυγή του εκλυτικού παράγοντα, ενώ η θεραπεία με κατάλληλα αντιαλλεργικά ή ανοσοτροποιητικά φάρμακα παρέχει καταστολή των κλινικών εκδηλώσεων της κνίδωσης και ανακούφιση από τα συμπτώματα.
Σε περιπτώσεις χρόνιας κνίδωσης σε εφήβους άνω των 12 ετών που δεν ανταποκρίνεται πλήρως στη συμβατική θεραπεία έχει ένδειξη η ανοσοθεραπεία με ομαλιζουμάμπη ( Omalizumab) που χορηγείται με μορφή υποδορίων ενέσεων.